- ανασταλτικός
- -ή, -όαυτός που φέρνει αναστολή, σταμάτημα: Η έφεση που θα κάνουμε έχει ανασταλτική δύναμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανασταλτικός — ή, ό (Α ἀνασταλτικός, ή, όν) [αναστέλλω] ο ικανός να αναστέλλει, να εμποδίζει, να σταματά (για τμήμα μηχανισμού) αυτός που χρησιμεύει για την αναστολή της κίνησης της λειτουργίας … Dictionary of Greek
ἀνασταλτικά — ἀνασταλτικός fitted for checking neut nom/voc/acc pl ἀνασταλτικά̱ , ἀνασταλτικός fitted for checking fem nom/voc/acc dual ἀνασταλτικά̱ , ἀνασταλτικός fitted for checking fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασταλτικῇ — ἀνασταλτικός fitted for checking fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασταλτική — ἀνασταλτικός fitted for checking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικός — ή, ό / σχετικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει σχέση αναλογίας ή ομοιότητας με κάποιον άλλο, συναφής (α. «σχετικές έννοιες» έννοιες τών οποίων τα αντικείμενα σχετίζονται, όπως λ.χ. αιτία και αιτιατό, ωκεανός και πέλαγος β. «πεπρᾱχθαί φησι κατ… … Dictionary of Greek
αναστέλλω — (AM ἀναστέλλω) έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω (νεοελλ. μσν.) διακόπτω, σταματώ μσν. παραλύω μια σωματική ικανότητα αρχ. 1. αναγκάζω σε υποχώρηση 2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου β) αποχωρώ, μένω πίσω γ) προσποιούμαι,… … Dictionary of Greek
νευρομυϊκός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τα νεύρα και τους μυς 2. φρ. α) «νευρομυϊκή άτρακτος» βιολ. τασεοϋποδοχείς τών σκελετικών μυών οι οποίοι μετρούν και δίνουν το σήμα για την παθητική τάση ενός μυός β) «νευρομυϊκή σύναψη» βιολ. δομική και… … Dictionary of Greek
τορμίσκος — ο, Ν τεχνολ. 1. μικρός τόρμος, προεξοχή, δόντι σε μηχάνημα ή σε σκεύος 2. φρ. «ανασταλτικός τορμίσκος» μικρή προεξοχή που εμποδίζει την ανάστροφη περιστροφή οδοντωτού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρμος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος). Η λ.… … Dictionary of Greek
φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek